- πάμφυλος
- Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Αιγιμία και αδελφός του Δυμάνα. Βασίλεψε στην Πίνδο της Δωρίδας Δωριέων, και πολέμησε μαζί με τον θετό αδελφό του Ύλλο, γιο του Ηρακλή, στην Πελοπόννησο. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε μαζί με τον αδελφό του Δυμάνα, πολεμώντας εναντίον του γιου του Ατρείδη Ορέστη Τισαμενού. Μία άλλη παράδοση, ωστόσο, υποστηρίζει ότι έζησε πολλά χρόνια μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο, όπου και τέλεσε τους γάμους του με την Ορσοβία, κόρη του Δηιφόντη, γαμπρού του Τήμενου. Από αυτόν ονομάστηκαν Πάμφυλοι οι απόγονοί του, που αποτελούσαν, σε κάθε δωρική πόλη, μία των 3 φυλών της, με το όνομα Παμφυλίδα.
* * *πάμφυλος, -ον (ΑΜ)μσν.1. αυτός που είναι γεμάτος από ανθρώπους2. (το αρσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πάμφυλοι, τὰ πάμφυλαειδική κατηγορία πολεμικών πλοίων τού Βυζαντίου τα οποία κατασκευάζονταν στα ναυπηγεία τής Παμφυλίαςαρχ.1. αυτός που αποτελείται από όλες τις φυλές2. ο κάθε είδους («κτείνων παμφύλων γένναν θηρῶν», Αριστοφ.)3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πάμφυλοςο κάτοικος τής Παμφυλίας4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πάμφυλοιονομασία εκείνων που ανήκαν σε μία από τις τρεις δωρικές φυλές.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -φυλος (< φυλή)].
Dictionary of Greek. 2013.